- Κίλισσαι
- Κίλιξa Cilicianfem nom/voc plΚιλίσσηςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κίλισσα — Κίλισσα, η (Α) 1. θηλ. τού Κίλιξ* 2. ως επίθ. φρ. «Κίλισσαι νέες» πλοία τής Κιλικίας (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *Κίλικ υă < θ. Κίλικ τού Κίλιξ, ικος) + επίθημα * ya (πρβλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ ya)] … Dictionary of Greek